- σταφιδέμπορος
- ο торговец изюмом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταφιδέμπορος — ο, Ν έμπορος ξηρής σταφίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + έμπορος. Η λ., στον πληθ. σταφιδέμποροι, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
σταφιδεμπόριο — το, Ν εμπόριο ξηρής σταφίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφιδέμπορος. Η λ., στον λόγιο τ. σταφιδεμπόριον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek